Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Το μπεστ-σέλερ από τη Γαλλία που έγινε... επανάσταση

αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi]: θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Mε πνίγει η ~. [λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση· μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]] (Από το online λεξικό του Τριανταφυλλίδη)

Είναι η λέξη των τελευταίων εβδομάδων. Θα είναι η λέξη του καλοκαιριού. Ίσως να είναι και η λέξη του έτους. Όλοι μας την έχουν προφέρει λίγο-πολύ τελευταία, την έχουμε χρησιμοποιήσει έστω και σε μία φευγαλέα αναφορά. Αγανάκτηση. Αγανακτώ. Αγανακτισμένος. Ένα απλό γλωσσικό λήμμα όμως, όπως συμβαίνει συχνά μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, λαμβάνει τώρα νέες διαστάσεις, νέες αποχρώσεις, κοινωνικές και πολιτικές. Από λήμμα του λεξικού η αγανάκτηση μεταστοιχειώνεται σε έννοια, όρο συμβολικό, δηλωτικό ενός κινήματος που συσπειρώνει ανθρώπους από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Και το κυριότερο, ενός κινήματος πανευρωπαϊκού.

Οι απαρχές αυτής της μεταστοιχείωσης εντοπίζονται στο δοκίμιο του 93χρονου Γάλλου συνταξιούχου διπλωμάτη Στεφάν Εσέλ Αγανακτήστε! (Indignez-vous!), το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2010. Όπως φανερώνει χωρίς πολλά προκαλύμματα ο τίτλος του δοκιμίου, ο παλαίμαχος Εσέλ προτρέπει τον γαλλικό λαό να αγανακτήσει, δηλαδή να αρχίσει να διαμαρτύρεται ενεργά και με την ίδια θέρμη με την οποία ο ίδιος αντιστάθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για μία σειρά από φλέγοντα ζητήματα. (Διαβάστε εδώ και εδώ ένα πορτρέτο του Εσέλ και του έργου του).

Το έργο του Εσέλ τον έφερε ξανά στο προσκήνιο στη Γαλλία

Τίποτα δεν μένει έξω από την ατζέντα του Εσέλ: το χάσμα πλουσίων και φτωχών, η τυραννία του χρηματιστηριακού συστήματος, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η μεταχείριση των παράνομων μεταναστών από το κράτος, η ανάγκη διατήρησης ενός συστήματος πρόνοιας, ο αγώνας των Παλαιστινίων αποτελούν όλοι λόγοι αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, αντίστασης. Και αυτό που κυρίως πατάσσει ο Εσέλ είναι η διαδεδομένη πλέον αδιαφορία των πολιτών για τα πράγματα, η πεποίθησή τους πως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να αλλάξουν τα πράγματα, μνημονεύοντας μάλιστα τη ρήση του Ζαν-Πολ Σαρτρ πως «ο αδιάφορος άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος».

Το μόλις 13 (32 στην ελληνική βερσιόν) σελίδων μανιφέστο του Εσέλ κυκλοφόρησε ως επαναστική μπροσούρα στη Γαλλία και γρήγορα έγινε μπεστ-σέλερ, πουλώντας περί τα 2 εκατ. αντίτυπα, ενώ γρήγορα μεταφράστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως τα ισπανικά, γερμανικά, σλοβένικα, και βεβαίως και ελληνικά (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Σώτης Τριανταφύλλου), ενώ αργότερα κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ και σε ασιατικές χώρες.

Σε τι οφείλεται η τεράστια επιτυχία του Αγανακτήστε; Προφανώς στη χρονική συγκυρία, αφού φάνηκε να εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να αναδειχθεί σε ένα κείμενο ικανό να σηκώσει από μόνο του το βάρος μίας συλλογικής κινητοποίησης και έκρηξης, όπως αντίστοιχα είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, για παράδειγμα με Το Κεφάλαιο του Μαρξ στη Ρωσική Επανάσταση ή Το Δεύτερο Φύλο της Σιμόν ντε Μποβουάρ που υπήρξε η Βίβλος του κινήματος του φεμινισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο κόσμος φαινόταν να έψαχνε, να λαχταρούσε ένα θεωρητικό κείμενο που θα είχε επαφή με τις αγωνίες και τους προβληματισμούς του, και που κυρίως θα του έδινε έναυσμα και προτροπή στο να διαμαρτηθεί πιο έμπρακτα και όχι μόνο από την ασφάλεια του σαλονιού του.

Δεν είναι ίσως τυχαίο πως το μανιφέστο αυτό ξεκίνησε από τη Γαλλία, τη χώρα που παραδοσιακά έχει «παρασύρει» και άλλες σε αγώνες για κοινωνικά και άλλα δικαιώματα, από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι και τις απεργίες και διαμαρτυρίες των πρόσφατων ετών. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το μήνυμα του Εσέλ διαδόθηκε σαν σπίθα από άκρη σε άκρη της Ευρώπης και ιδίως στις νότιες χώρες, τις πιο άμεσες πληγείσες από την οικονομική κρίση και άρα πιο άμεσα διατεθειμένες να εναγκαλιστούν το μήνυμα οργής του Έσελ.

Αγανακτισμένοι που έχουν στρατοπεδεύσει στην Puerta del Sol

Η αρχή έγινε ουσιαστικά από τους Ισπανούς, που σύσσωμοι έσπευσαν σε κεντρικές πλατείες πόλεων – όπως η Puerta de Sol της Μαδρίτης – δηλώνοντας indignados με τις πολιτικές που εφαρμόζονται στη χώρα τους. Εδώ πρέπει να σημειωθεί άλλωστε πως η λέξη, με κοινή ρίζα στα γαλλικά και τα αγγλικά, περιέχει μέσα της και τη λέξη dignidad, δηλαδή αξιοπρέπεια, ενισχύοντας την έννοια της ως την οργή κάποιου που αισθάνεται να έχουν τσαλαπατήσει την αξιοπρέπειά του. Οι διαδηλωτές στη Μαδρίτη αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Puerta de Sol, μετά το μανιφέστο που ψήφισαν στις 18 Μαϊου, δηλώνοντας αποφασισμένοι να κατακτήσουν εκ νέου τη χαμένη τους αξιοπρέπεια.

Το μήνυμα εξαπλώθηκε σύντομα σε ολόκληρη την Ευρώπη, οπότε και κάθε Κυριακή πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις Αγανακτισμένων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Εύλογα, η... Αγανάκτηση βρήκε πρόσφορο έδαφος και στην Ελλάδα, όπου χιλιάδες πολίτες εδώ και μερικές εβδομάδες συγκεντρώνονται στην πλατεία Συντάγματος, καθώς και σε πλατείες άλλων πόλεων για να εκφράσουν και αυτοί την αγανάκτησή τους. Το «κίνημα» - αν μπορεί να ονομαστεί έτσι – των Ελλήνων Αγανακτισμένων, το οποίο δηλώνει σθεναρά πως δεν ακολουθεί καμία κομματική γραμμή, έχει πλέον και δική του σελίδα στην οποία ενημερώνει για τις δραστηριότητές του και ανεβάζει οπτικοακουστικό υλικό, αλλά και σελίδα στο Facebook.

Σαφώς και το κίνημα βρίσκεται ακόμα στα γεννοφάσκιά του, οπότε είναι πολύ νωρίς να αποφανθεί κανείς πώς θα εξελιχθεί. Και σαφώς και έχουν εκφραστεί και κάποια αναμενόμενα παράπονα από διαφωνούντες, μεταξύ αυτών ότι είναι απολιτικό, ότι είναι λαϊκίστικο και όχι λαϊκό, ότι είναι μία πρόσκαιρη μόδα που θα ξεφουσκώσει γρήγορα. Την ίδια στιγμή, επιβιώνει άθικτος και ο κυνισμός των ανθρώπων που δουλεύουν σε φαγάδικα πλησίον της πλατείας Συντάγματος ή που έχουν ανοίξει καντίνες στον χώρο της συγκέντρωσης, και οι οποίοι, χωρίς προσχήματα, δηλώνουν πως επωφελούνται της κατάστασης για να βγάλουν ένα έξτρα ευρώ. Άλλωστε, το ψωμί βγαίνει δύσκολα πλέον.

Και η ίδια η τελική αξία του Εσέλ είναι πολύ νωρίς να αποτιμηθεί, νομίζω. Αν και προς το παρόν έχει αναγνωριστεί ως ο πνευματικός πατέρας του κινήματος των Αγανακτισμένων, ένας Σαρτρ των ημερών μας, το μέλλον θα κρίνει κατά πόσον θα μείνει στην ιστορία ως μία μορφή που ενέπνευσε ένα κίνημα που άλλαξε τον ρου των πραγμάτων ή ως ο «ανώνυμος» συγγραφέας ενός όχι τρομερά πρωτότυπου δοκιμίου πάνω στο οποίο πάτησαν οι άνθρωποι, διψασμένοι για λίγη καθοδήγηση και έμπνευση, ελλείψη άλλων επιλογών. Όπως πάντως και με τον Σαρτρ το '68, έτσι και οι νέοι φαίνονται να βρίσκουν σε αυτόν τον πνευματικό πατέρα της επαναστάσης.


Στεφάν Εσέλ: Ένας Σαρτρ για τους καιρούς μας;

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Δημοσιεύματα για το βιβλίo στον Τύπο:

- Ελευθεροτυπία: "Το Μανιφέστο Ξεπούλησε"

- Το Βήμα: "Με τι Αγανακτούν οι Νέοι"

Πάμε για καφέ ή για... διαμαρτυρία;






Συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα και άλλες εναλλακτικές "έξοδοι" για τη νεολαία. Ή πώς πέθανε η έξοδος του καφέ και του σινεμά εις άγραν πιο φθηνών εναλλακτικών.

Μία ακόμα Κυριακή μαζικής «αγανάκτησης» στο Σύνταγμα. Μία ακόμα συγκέντρωση κόσμου όλων των ηλικιών και κοινωνικών τάξεων προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Όμως η σημερινή διαμαρτυρία – όπως και όσες έχουν τελεστεί υπό την αιγίδα των «Αγανακτισμένων» - συσπειρώνει κάποια ιδιαίτερα, όχι τόσο τυπικά για διαμαρτυρία, χαρακτηριστικά. Μοιάζει λίγο με πικνίκ. Και με συναυλία – συχνά με νοερή μόνο μουσική. Και με έξοδο, άμα κρίνουμε από τους άφθονους πιτσιρικάδες, γυμνασιόπαιδες και λυκειόπαιδες, που φαίνονται να καλαμπουρίζουν, να κοινωνικοποιούνται και, εν ολίγοις, να απολαμβάνουν μία κάπως διαφορετική, εναλλακτική, αλλά παραταύτα «έξοδο». Και σίγουρα λιγότερη δαπανηρή από άλλες.

«Ναι, είναι αλήθεια πως μπορείς να το πεις και μία έξοδο για μας,» μου αναφέρει χαρακτηριστικά ο 17χρονος Γιάννης. «Εντάξει, δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται – δεν είμαστε βλάκες, δεν κοιμόμαστε όρθιοι. Ξέρουμε ότι η κατάσταση δεν πάει άλλο και είμαστε κι εμείς εδώ για να διαμαρτυρηθούμε, να δείξουμε πως δεν θα κάτσουμε άπραγοι». (Ειρήσθω εν παρόδω, μερικοί Έλληνες μαθητές έχουν φτιάξει και δικό τους blog στο οποίο εκφράζουν τη συμπαράσταση και συμμετοχή τους στο κίνημα των Αγανακτισμένων). Αλλά; «Αλλά είναι και μία ευκαιρία για εμάς να βγούμε, ένα άλλο είδος εξόδου ας πούμε. Τηλεφωνιόμαστε από νωρίς και δίνουμε ραντεβού τι ώρα θα βγούμε. Μας βγαίνει πιο φθηνά η όλη φάση από το να πάμε για έναν ακόμα καφέ».

Το τερπνόν μετά του ωφελίμου λοιπόν; Διαμαρτυρία και κινητοποίηση πλην όμως μετά ολίγης ψυχαγωγίας; «Κοίτα, το νιώθεις και στον αέρα εδώ, είναι το όλο μήνυμα των συγκεντρώσεων αυτών,» μας λέει η Σοφία, 16 χρονών. «Μπορεί να διαμαρτυρόμαστε, νιώθουμε όμως όλοι μία παρέα, υπάρχει θετικό κλίμα... Δεν είμαστε εδώ για να τα σπάσουμε. Προτιμάμε να σκεφτόμαστε πως αντί να «θυσιάσουμε», ας πούμε, μία καθιερωμένη έξοδο κάπου, κάνουμε την έξοδό μας εδώ. Με περισσότερο κόσμο και πιο γιορτινή ατμόσφαιρα. Σαν μια φιέστα – όμως αυτό που γιορτάζουμε, αν θες, είναι το πείσμα μας, πως δεν θα το βάλουμε κάτω και θα αντισταθούμε σε αυτό που πάνε να μας κάνουν".

Τη ρωτάω αν την ενοχλεί που έχουν ξετρυπώσει δεκάδες καντίνες στον χώρο των διαμα
ρτυριών – αυτό που ορισμένα μέσα κατήγγειλαν ως «στυγνή εμπορευματοποίηση», οπορτουνισμό που ακυρώνει το μήνυμα των «Αγανακτισμένων». «Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές,» μου απαντάει χωρίς δισταγμό. «Δεν είναι δυνατόν να περιμένεις με τόσους χιλιάδες ανθρώπους να μην ξεπηδήσουν καντίνες, άνθρωποι που πουλάνε μπύρες... Δε με ενοχλεί. Είναι όντως σαν ένα μεγάλο πάρτυ, όσο σαχλό κι αν ακούγεται. Ένα πάρτυ αγανάκτησης».

Ρωτάω τον φίλο της, τον 16χρονο Πέτρο, αν πιστεύει πως η αντιμετώπιση των συγκεντρώσεων σαν event ή κοινωνική έξοδο από ορισμένους συνομηλίκους του, υποβαθμίζει το νόημα και το μήνυμα της διαμαρτυρίας. Σκέφτεται λιγάκι πριν απαντήσει, χαϊδεύει μάλιστα νευρικά ένα τσουλούφι του. «Δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν είναι ότι δεν κατανοούμε για τι γίνεται, ποιος είναι ο σκοπός και το μήνυμα. Όμως είμαστε και σε μία ηλικία που θέλουμε να βγαίνουμε, να διασκεδάζουμε με κάποιον τρόπο... Αν δεν φτάνουν τα λεφτά για να διασκεδάσουμε με τους παλιούς, κλασικούς τρόπους, σε μια καφετέρια ή ένα μπιλιαρδάδικο, τότε προτιμούμε να βγαίνουμε εδώ. Μιλάμε, πίνουμε, τρώμε στο όρθιο, γελάμε, λέμε συνθήματα, τραγουδάμε...".

Αγανακτισμένοι μαθητές στο Σύνταγμα

Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, όντως, δηλαδή. Διαμαρτυρία που είναι και πικνίκ και απογευματινή/ βραδινή έξοδος δηλαδή. Λίγο παραπέρα συναντώ μία παρέα παιδιών της Τρίτης Λυκείου. «Η αλήθεια είναι ότι δεν φτάνουν τα λεφτά πια,» μου εκμυστηρεύεται ο Στάθης. «Το έχουμε κάνει κάτι σαν «στέκι» εδώ πια, έχουμε πει να βρισκόμαστε κάθε μέρα. Εντάξει, αυτό δεν αποκλείει πως μερικές φορές μετά από εδώ πάμε στα McDonalds ή σε κάποιο καφέ ή κάπου άλλου και πληρώνουμε κάποια λεφτά. Όμως μερικές φορές τσακώνουμε καμιά μπύρα από το ψυγείο του σπιτιού και τη φέρνουμε μαζί μας. Έχουμε αρχίσει να βρίσκουμε νέους τρόπους να περνάμε καλά όλοι μαζί χωρίς να χρειάζεται να σκάμε κάθε φορά ο καθένας 20 ευρώ για το ένα και το άλλο πράγμα».

Μαθητές στο Σύνταγμα


15χρονος μαθητής στην συνέλευση των... by go-on-ssip

Όπως; Μου δίνει κάποια παραδείγματα. «Μερικοί από εμάς παίζουμε παιχνίδια ρόλων, role-playing games, στα οποία υποδύεσαι κάποιο φανταστικό χαρακτήρα, κάποιο μάγο ή πολεμιστή, για παράδειγμα, και μαζεύομαστε με τις ώρες και παίζουμε. Ένας αφηγείται την ιστορία και οι υπόλοιποι υποκρίνονται πως βρίσκονται σε αυτόν τον φανταστικό κόσμο. Έχω και φίλους που το κάνουν αυτό σε παιχνίδια στον υπολογιστή, όπως το World of Warcraft. Πίστεψέ με, αυτά τα παιχνίδια σε κρατάνε για ώρες απασχολημένο με φίλους, μιλάς, γελάς, κάνεις χαβαλέ, και όλα αυτά μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού. Και οι χαρακτήρες μας, όσο ανεβαίνουν επίπεδα, καταλήγουν να έχουν περισσότερα λεφτά από όσο εμείς στην πραγματική ζωή! Καταλαβαίνεις πόσο εθιστικό μπορεί να γίνει – να είσαι κάποιος πανίσχυρος, πλούσιος τύπος σε μία χώρα που το μεγάλο σου πρόβλημα δεν είναι να... πληρώσεις το νοίκι ή το πόσα θα σου πάρει το ταξί το βράδυ αλλά να σκοτώσεις έναν δράκο!»

Παρέα εφήβων που παίζουν role-playing game

Ρωτάω τη 19χρονη Μάρα κατά πόσο πιστεύει λοιπόν πως επίκειται το τέλος των εξόδων στην πόλη, με στροφή προς τις συναθροίσεις στα σπίτια. «Ε, όχι και τόσο, αυτό είναι υπερβολή. Απλά οι νέοι θα προτιμούν να μαζεύονται λίγο περισσότερο σε σπίτια φίλων από το να βγαίνουν έξω. Ήδη γίνεται αυτό. Υπάρχουν όμως και λύσεις για φθηνότερες εξόδους για όσους θέλουν να βγουν έξω. Μια φίλη μου πήγε Erasmus στην Ισπανία και μου είπε πως εκεί κάνουν botellon, δηλαδή αγοράζουν ποτά και πάγο από φτηνά μαγαζάκια και μαζεύονται σε πλατείες και πίνουν έξω. Έτσι έχουν ήδη κάνει κεφάλι και άμα θέλουν πιο αργά να πάνε όντως σε κάποιο μαγαζί, με ένα ποτό είναι ήδη έτοιμοι για ύπνο!» Και συμπληρώνει γελώντας με νόημα: «Στην Ισπανία είναι παράνομο στα περισσότερα σημεία πλέον... σκέψου τι έχει να γίνει εδώ που είναι και νόμιμο έτσι και διαδοθεί σαν στυλ εξόδου!»

Botellon στην Ισπανία: Θα έρθει και εδώ;

Συγκατανεύω, αν και σκέφτομαι πως προς το παρόν η ελληνική νοοτροπία απέχει αρκετά από το «πίνω από μία σακούλα καθισμένος στα σκαλοπάτια». Αν και ομολογουμένως θα το προτιμούσα περισσότερο από μία γενιά παιδιών που θα μαζεύεται ο καθένας μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του και θα κερνάει ο ένας τον άλλον εικονικά ποτά ή εικονικές αγκαλιές... περίμενε, μήπως γίνεται ήδη αυτό;

Εξωτερικοί σύνδεσμοι:

- Επίσημη σελίδα του κινήματος των Αγανακτισμένων

- Οι Αγανακτισμένοι στο Facebook

- Portal με νέα των Αγανακτισμένων

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Ο «υγρός χρυσός» της Ελλάδας που έγινε διεθνής

Το πρώτο λάδι πολυτελείας στον κόσμο είναι γεγονός – και είναι ελληνικό. Με όπλα του την καλλιέργεια, το επιχειρηματικό πνεύμα και τη φαντασία του, ο Γιώργος Κολιόπουλος διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο του "διεθνούς Έλληνα επιχειρηματία"

Όλα ξεκίνησαν το 2007, οπότε και ο δαιμόνιος κ. Κολιόπουλος απόφασισε να λανσάρει το περιβόητο «λ», το πρώτο λάδι πολυτελείας στον κόσμο στο οποίο αναγράφεται η ultra premium κατηγορία του. Το καλό πράγμα από την αρχή φαίνεται: χωρίς μικροψυχίες και σπασμωδικές κινήσεις, ο επιχειρηματίας ακολούθησε τολμηρή και επιθετική στρατηγική. Έστειλε 80 χειροποίητες κασετίνες με κούριερ σε trendsetters και δημοσιογράφους γκουρμέ. Το μοίρασε σε διεθνούς εμβέλειας προσωπικότητες, όπως η σχεδιάστρια μόδας Ντονατέλα Βερσάτσε, ο ιδρυτής του θρυλικού Studio 54, Ίαν Σράγκερ, ο επίσης σχεδιαστής Φιλίπ Σταρκ, και σε εφημερίδες όπως οι Los Angeles Times και οι New York Times. Όπως διευκρινίζει ο ίδιος, στόχος του ήταν «να διαδοθεί το «λ» μέσω του word of mouth» - τακτική που έχει αποδώσει στο παρελθόν για αρκετές επιχειρήσεις. Και η τακτική φαίνεται πως απέδωσε: διθύραμβοι από τον διεθνή Τύπο (διαβάστε εδώ την κριτική των Los Angeles Times για το προϊόν), αλλά και διείσδυση του λαδιού στις αγορές του Χονγκ Κονγκ, της Σιγκαπούρης, του Άμπου Ντάμπι, μέχρι και τα ράφια του Ηarrods.

Το "λ" στα διεθνή μέσα: εκπομπή και διαφήμιση με θέμα το προϊόν

Ποια είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά του πρώτου λαδιού πολυτελείας στον κόσμο; Είναι το πρώτο σε τόσο ακριβή συσκευασία δώρου παγκοσμίως (€ 150 ή $ 180), αλλιώς € 41 το μπουκάλι (500 ml). Επιπλέον, όπως διευκρινίζει ο κ. Κολιόπουλος, το «λ» αναβαθμίζει εξίμισι φορές την προστιθέμενη εξαγώγιμη αξία του ελληνικού ελαιόλαδου στο εξωτερικό. Διαβάστε αναλυτικά τα πάντα για την εταιρεία, το προϊόν, πώς να το παραγγείλετε και πού μπορείτε να το προμηθευτείτε.

Όπως διευκρινίζει ο αεικίνητος επιχειρηματίας, το «λ» είναι το πρώτο πολυτελές αγαθό στα ελληνικά χέρια. Με άλλα λόγια, η εξυπνάδα του έγκειται στο ότι έφερε στο λάδι το premiumization που εφαρμόζεται χρόνια στα ποτά, στο λάδι. Πρόκειται για το πρώτο λάδι διεθνώς που χρησιμοποιεί το μάρκετινγκ του premium και συγκεκριμένα το μάρκετινγκ του ultra premium, μίας κατηγορίας που επινόησε ο κ. Κολιόπουλος.

Διαφήμιση του προϊόντος στην καναδική τηλεόραση

Παρά τις διεθνείς δάφνες που δρέπει το «λ», ο κ. Κολιόπουλος παραμένει πεισματικά στη χώρα του. Δεν επιλέγει να φύγει στο εξωτερικό, αλλά να μείνει σε μία χώρα που, ως γνωστόν, συχνά τρώει τα παιδιά της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, άλλωστε, πως μετά την αναφορά του Πρωθυπούργου, κατά την τελευταία Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, στον κ. Κολιόπουλο και το λάδι του, ως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα βιώσιμης επιχειρηματικότητας σήμερα, διακόπηκαν οι σχέσεις της εταιρείας του, της Speiron, με την Κριτσά στην Κρήτη, στην οποία τυποποιούταν μέχρι τότε το λάδι.

Ποιο είναι όμως το μυστικό του «λ» που το καθιστά τόσο ξεχωριστό, πέρα από τα φυσικά χαρακτηριστικά του; Ο κ. Κολιόπουλος ξεκαθαρίζει το μυστήριο: είναι «το πρώτο λάδι που δεν φτιάχτηκε από ελιές αλλά από βιβλία», τουτέστιν «καρπός εγκεφαλικής σκέψης». Πίσω από το προϊόν αυτό άλλωστε κρύβεται ένας άνθρωπος με βαθύτατη μόρφωση αλλά και παιδεία. Με πτυχίο Νομικής και προϋπηρεσία σε διαφημιστική ως copywriter, ο κ. Κολιόπουλος δηλώνει πως αρωγός του στις επιχειρηματικές του προσπάθειες στάθηκαν τα διαβάσματά του, όπως ο Τόμας Πίντσον, ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος («στα βιβλία του ασχολείται με τι φταίει στον ελληνικό ψυχισμό και δεν μπορεί να προαχθεί») και ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος.

Ο Στέλιος Ράμφος για το "ελληνικό πρόβλημα"

Στελιος Ράμφος: Ζητείται Ελλάς from Αντίφωνο on Vimeo.

Ο ίδιος ο κ. Κολιόπουλος, άλλωστε, συσχετίζει τον εαυτό του με τον Ζενέτο, ταξινομώντας αμφότερους σε μία κατηγορία πρωτοπόρων στην Ελλάδα που ανέκαθεν αισθάνονταν μια μοναξιά, τόσο από οικονομικής απόψεως όσο και επειδή δεν τους καταλαβαίνει ποτέ κανείς. Πατώντας μάλιστα πάνω στις απόψεις του Ράμφου σχετικά με τον ελληνικό ψυχισμό και γιατί αυτός δεν μπορεί να προαχθεί, ο κ. Κολιόπουλος αποφαίνεται πως «η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Ελλάδας δεν ενισχύει την επιχειρηματικότητα. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνεις και αντί τουλάχιστον να πουν «προχώρα», μόνο σε αποθαρρύνουν. Κατέληξα ότι έπρεπε να κάνω τη δική μου υπέρβαση. Είπα: «Ο κόσμος δεν είναι έτσι όπως μου τον έχουν μάθει στην Ελλάδα, όπου όλα είναι ένα ακίνητο σύμπαν. Στον κόσμο μπορεί να υπάρχει ρευστότητα». Επρεπε όμως πρώτα να φτιάξω τον εαυτό μου. Να φτάσω στο «μηδέν». Αποκαθήλωσα πλήρως την Ελλάδα και είπα: «Δεν αξίζουμε τίποτε». Αυτό είναι και το μυστικό για την αυτογνωσία του Νεοέλληνα. Πρέπει να δεις τον εαυτό σου ως μηδενικό για να ξαναβρείς το ένα σου, να δημιουργήσεις. Είτε είσαι επιχειρηματίας είτε δάσκαλος».

Και τα σχέδιά του για το μέλλον; «Το επόμενο προϊόν θα είναι τρόφιμο ή ποτό και θα εντυπωσιάσει εξίσου. Δεν μπορώ να σας πω τι θα είναι. Μόνο ότι μάλλον θα προκαλέσω μεγάλο πρόβλημα σε έναν φιλικό λαό», συμπληρώνει με νόημα. Επιπλέον, μόλις λανσάρισε το πρώτο υπογεγραμμένο ελαιόλαδο στον κόσμο. «Μπορείς να το παραγγείλεις κανείς με την υπογραφή σου πάνω ως μεταξοτυπία, είναι limited production, αριθμημένο μπουκάλι, και περικλείεται σε χειροποίητη κασετίνα από λευκό λακαρισμένο μασίφ ξύλο, με δύο πλακέτες λευκόχρυσου». Η τιμή του, 11.000 ευρώ.


Εξωτερικοί σύνδεσμοι:

- Επίσημο site της εταιρείας Speiron

- To "λ" στο Facebook

Διαβάστε επίσης:

- Παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα κατακτούν τις ξένες αγορές

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Η υπερπραγματικότητα των μέσων και ο άνθρωπος ως "μποβαρική" φιγούρα


Ο Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργας Λιόσα είχε κάποτε αποκαλέσει τη Μαντάμ Μποβαρύ (1857), το κλασικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ, ως το πρώτο πραγματικό "μοντέρνο μυθιστόρημα". Ορμώμενος εξ αυτών των λεγόμενων, θα έσπευδα να προσθέσω πως η οιονεί ηρωίδα του βιβλίου, που φέρει και το επώνυμό της, αποτελεί ίσως τον πρώτο "μοντέρνο ήρωα" της δυτικής λογοτεχνίας, την αποκρυστάλλωση για πρώτη φορά όλων των στοιχείων - και δη των αυτοκαταστροφικών αδυναμιών και αυταπατών - του δυτικού αστού. Θεωρώ τον χαρακτήρα της Μποβαρύ ως τον κατεξοχήν καθοριστικό, αποκαλυπτικό τύπο του σύγχρονου ανθρώπου.


Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί για την ανάλυση του βιβλίου αυτού από όλες τις πιθανές σκοπιές του, ψυχογραφικές, κοινωνικές, οικονομικές - και όλες αυτές οι σκοπιές συνδράμουν, συγκερασμένες, σε μία ολόπλευρη ανάλυση αυτού που θεωρώ ως το μοντέλο του "μποβαρικού ανθρώπου", με άλλα λόγια του μέσου δυτικού αστού σήμερα, του ανθρώπου τυφλωμένου από ψυχαναγκασμούς και εμμονές που σχετίζονται με την ικανοποίηση υλιστικών αναγκών, του ανθρώπου που συγχρόνως αυταπατάται και αυθυπόβαλλεται μέσα από τις προτεινόμενες υπερπραγματικότητες των μέσων (κινηματογράφος, τηλεόραση, μυθοπλασία κάθε είδους), οι οποίες και του καθορίζουν πώς αυτός ο άνθρωπος, εφόσον θέλει να κρίνεται "ξεχωριστός" και δείγμα "υψηλού είδους", πρέπει να συμπεριφερθεί, πώς οφείλει να "βιώσει" το καθένα από τα συναισθήματά του, ακόμα και αυτό το ιδιοσυγκρασιακό και εγγενώς απρόβλεπτο συναίσθημα του έρωτα και της αγάπης.


Μία διαδεδομένη ανάγνωση του μυθιστόρημας του προσδίδει την ιδιότητα της σκοτεινής ειρωνείας, της αμείλικτης παρωδίας εκ μέρους του Φλομπέρ των διαφόρων ιδεωδών του ρομαντικού κινήματος - που ενσαρκώνει στο πρόσωπό της, χαμένη μέσα στους παράφορους - και συχνά παράλογους έως και γελοίους - ρομαντικούς συλλογισμούς της η Μποβαρύ, οδηγούμενη, μέσα από αυτές τις ρομαντικές αυταπάτες, στον αφανισμό της. Η πρόζα του Φλομπέρ υποστηρίζει αυτό το αντι-ρομαντικό μήνυμα: η στέρεη, πεντακάθαρη, ρεαλιστική γραφή του, απαλλαγμένη από τις βαρυφορτωμένες και ανούσιες, φανταχτερές απεραντολογίες του ρομαντισμού, τους βερμπαλισμούς και τις κενές μεγαλοστομίες του. Το μυθιστόρημα αυτό στερέωσε τη σχολή του ρεαλισμού και ως εκ τούτου δίκαια το θεωρεί ο Λιόσα το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα.


Ωστόσο, πέραν αυτής της σωστής θεώρησης, υποστηρίζω πως η Μαντάμ Μποβαρύ μπορεί να αναγνωστεί και ως ένα κείμενο προφητικό, μία προειδοποίηση για την έλευση ενός νέου τύπου ανθρώπου που θα συγκροτούσε δυστυχώς την πλειοψηφία της ανερχόμενης τότε και εν συνεχεία πολυπληθύστερης τάξης του 20ου αιώνα, της μεσοαστικής τάξης, των μπουρζουά. Φοβούμαι πως, παρά την επίθεση που ασκεί ο Φλομπέρ στις καταστροφικές αυταπάτες του ρομαντισμού, αντιπροτείνοντας τη στέρεη βάση της ρεαλιστικής λογικής ως θεμέλιο για τις ενέργειες και τις σκέψεις του δυτικού μεσοαστού, τα πράγματα δεν πήραν ακριβώς αυτή την τροπή. Με άλλα λόγια, μεγάλη μερίδα των μεσοαστών στη σύγχρονη πλέον εποχή περισσότερο φαίνεται να ρέπουν προς τη νοοτροπία και την προσωπικότητα της Μαντάμ Μποβαρύ, αντί να απομακρύνονται από αυτήν. Γιατί, αυτό που διαμορφώθηκε τελικά ήταν ένας συγκερασμός των χειρότερων στοιχείων του ρομαντισμού, της απλουστευτικής ή διαστρεβλωτικής επιρροής του, που συνδυασμένα με τις χειρότερες τάσης του καπιταλισμού και της μεσοαστικής (μπουρζουάδικης) σκέψης, σφυρηλάτησαν και ενίσχυσαν τον σύγχρονο δυτικό αστό, έναν άνθρωπο όχι μακριά από τις φαντασιοπληξίες, κενοδοξίες και ματαιότητες της Έμα Μποβαρύ.


Θα μπορούσε βέβαια να κατηγορήσει κανένας τον Φλομπέρ για το γεγονός πως δεν φιλοδωρεί τον αναγνώστη του βιβλίου και με κάποια κάπως πιο αξιέπαινη φιγούρα που θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Καταγγέλλει την αγκυλωμένη σε άτοπες ρομαντικές και υλιστικές επιδιώξεις Μποβαρύ, όμως δεν αντιπροτείνει άλλα πιο "υγιή" μοντέλα αστού. Ο πιο συμπαθής είναι αναμφίβολα ο Σαρλ Μποβαρύ, ο άντρας της Έμα, που αν και αυτός δεν γλιτώνει από την αυταπάτη (μέχρι τελευταία στιγμή είναι στον δικό του κόσμο, ανίκανος να αντιληφθεί τις εσωτερικές θύελλες της Έμα και τη διάλυση προς την οποία πορεύεται το σπιτικό του), παρουσιάζεται ωστόσο ως ένας ρεαλιστικός και όχι ρομαντικός χαρακτήρας. Ωστόσο, ο Μποβαρύ αγγίζει το άλλο άκρο: δεν δεσμεύεται από καμία υπερπραγματικότητα, όπως η Έμα που δεσμεύεται σχεδόν από όλες, όμως δεν δεσμεύεται και από τίποτα, δεν δραπετεύει με τίποτα. Η φύση του είναι τόσο αμείλικτα, απόλυτα προσγειωμένη που τον καθιστά κουραστικό για τους άλλους, ευτελή, μετριότερο του μετρίου. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι ακόμη πιο αρνητικά μοντέλα: ο συναισθηματικά ανάπηρος, επιδερμικός Ροντόλφ (άλλο προφητικό μόντελο για τις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις των δυτικών κοινωνιών), ο άβουλος Λεόν, ο κατεξοχήν μπουρζουά, ματαιόδοξος, αυτάρεσκος και τόσο θλιβερός μέσα στον μεσοαστισμό του φαρμακοποιός, ο εκμεταλλευτής, άπληστος Λερέ (εδώ ο Φλομπέρ προφητεύει τους λογής αισχροκερδείς καρχαρίες του σήμερα: ο Λερέ είναι ένα golden boy της εποχής) και ούτω καθεξής.


Άραγε δεν περιτριγυριζόμαστε από λογής αρσενικούς και θηλυκούς Έμα Μποβαρύ σήμερα; Τα μέσα προβάλλουν μία σειρά από παντοτινά άπιαστες, απατηλές υπερπραγματικότητες που ο σύγχρονος δυτικός μεσοαστός θεωρεί υποχρέωση να αγγίξει, να ζήσει κατά αυτές: η υπερπραγματικότητα έτσι καπηλεύεται τη θέση της πραγματικότητας, την εκθρονίζει, σφετερίζεται τον θρόνο της, την εκτοπίζει. Οι διαφημίσεις, οι ταινίες, οι ειδήσεις μάς καθορίζουν πώς πρέπει να ζήσουμε, να φαινόμαστε, να κυκλοφορούμε, να άγουμε και να φέρουμε. Πώς πρέπει να ερωτευτούμε. Το Χόλιγουντ μάς δίδαξε πως είναι το "σωστό" και "αναμενόμενο" να φιλιόμαστε και να φιλάμε, να φερόμαστε στα ραντεβού και τι να προσδοκούμε, πλάθοντας ταυτόχρονα (περισσότερα για τις γυναίκες προφανώς) το απατηλό όνειρο ενός τέλειου, ιδανικού πρίγκιπα που θα έρθει κάποια στιγμή. Αυτό που κατήγγειλε ο Φλομπέρ και άλλοι ρεαλιστές συγγραφείς του 19ου αιώνα, τους κινδύνους από τους ψυχαναγκασμούς που επέβαλαν προηγουμένως τα ρομαντικά έργα, τα ανέπλασε, στη νιοστή, το Χόλιγουντ και παρόμοιες ηγεμονικές ιδεολογίες. Σαν άλλη Μποβαρύ, ο σύγχρονος δυτικός μεοσαστός προσμένει, με απελπισία, μάταια, την έλευση του χάπι έντ, την έλευση του αισθήματος της "ευτυχίας", όπως αυτό μεταφράζεται μέσα από τα ιδανικά μία χολιγουντιανής ταινίας, των ΜΜΕ, εν γένει μέσω αυτού που ονομάστηκε "αμερικάνικο όνειρο". Μία ζωή κομμένη και ραμμένη σαν χολιγουντιανή ταινία, με υπέροχα ρομάντσα, άνετες βόλτες, χρήμα, πολυτελή αντικείμενα. Μία ζωή μακριά από τη μετριότητα που τελικά αναγκαστικά είμαστε, γιατί είμαστε απλώς άνθρωποι όλοι μας, σε ένα αχανές σύμπαν που μας μηδενίζει με το τρομερό του μέγεθος. Ο σύγχρονος άνθρωπος "μποβαρίζει" όλο και πιο πολύ, μετά την ανελέητη επίθεση από κρέμες καλλυντικών, σπορ αμάξια και κιτς σπίτια με κιονόκρανα, ελπίζοντας να ξεφύγει από την μετριότητά του, από αυτό δηλαδή που φυσιολογικά είμαστε όλοι μας εξαρχής, ως "προεπιλεγμένη επιλογή", όπως αναγράφεται και στα προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο δυτικός αστός επιδιώκει να γίνει Έμα Μποβαρύ από αυτό που είναι και θα είναι πάντα, δηλαδή Σαρλ Μποβαρύ - αγνοώντας την κατάληξη που είχε η Έμα όμως.

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Όρια στην ελευθερία της έκφρασης: Αναγκαιότητα ή Κερκόπορτα;



Τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης: προσφιλές θέμα τόσο για λυκειακές εκθέσεις όσο και για επαγγελματίες αρθρογράφους. Θέμα πάντα πάντα επίκαιρο, αφού και οι εκφάνσεις του είναι πολυποίκιλες και καθόλου ευάριθμες: έκφραση πολιτική, καλλιτεχνική, κοινωνική, εθνική κ.ο.κ. Θέμα που εκ πρώτης όψεως φαντάζει πολυπαιγμένο, χιλιοειπωμένο, όμως αυτή του η «τριβή» δεν αναιρεί τη σημασία του και τη σπουδαιότητά του, ιδίως σε μία κοινωνία όπως η σημερινή, πολυπολιτισμική, πολυμορφική και – ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο – λιγότερο ανεκτική απ’ό,τι θα προσδοκούσε κανείς, αναλογικά με αυτή ακριβώς την πολυδιάστατη φύση της.

Εκ πρώτης όψεως, επίσης, φαίνεται να υπάρχουν και δύο απαντήσεις στο ανωτέρω ερώτημα, όσο κι αν κι αυτές κινούνται στα όρια του αναμενόμενου: «Ναι, υπάρχουν όρια στην ελευθερία της έκφρασης» και «Όχι, δεν υπάρχουν όρια στην ελευθερία της έκφρασης». Αμφότερες οι απαντήσεις χρειάζονται την περαιτέρω αιτιολόγησή τους: Ποια είναι τα όρια που θα μπορούσαν να τεθούν στην ελευθερία της έκφρασης και ποια θα είναι τα κριτήρια αυτών; Και εναλλακτικά, βάσει ποίας επιχειρηματολογίας πρέπει να αποκλειστεί εντελώς η πιθανότητα να τεθούν όρια στην έκφραση;

Η απάντηση, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, βρίσκεται κάπου στη μέση, όσο κι αν αυτό φαντάζει στιγμιαία αδύνατο, οξύμωρο, με δύο ερωτήματα φαινομενικά ασυμβίβαστα μεταξύ τους, αλληλοαποκλειούμενα. Πώς μπορεί κανείς να υποστηρίζει να μην υπάρχουν όρια στην ελευθερία της έκφρασης και συγχρόνως να υποδεικνύει ένα είδος ορίου;

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει οτιδήποτε στον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο, είτε υλικό είτε άυλο, στο οποίο να μην τίθεται έστω και ένα ελάχιστο όριο, είτε γραπτό είτε άγραφο, είτε ποινικό είτε εθιμικό. Ο Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς είχε τονίσει πολύ εύστοχα πως ο άνθρωπος θυσίασε την ελευθερία του για την επιβίωση, για να μπορέσει να συστήσει ένα οργανωμένο περιβάλλον, την κοινωνία, και να ζήσει μέσα σε αυτή. Η ελευθερία που βιώνουμε σήμερα, ως μέλη μίας κοινωνίας, είναι μία, συνειδητά και με ομόφωνη συγκατάθεση, ευνουχισμένη ελευθερία, μερική ελευθερία, περιορισμένη ελευθερία, ένα ημίμετρο στη θέση μίας πλήρους ελευθερίας, η οποία είναι ανέφικτη, αφού η επιστροφή της θα σήμαινε την καταβαράθρωση των κοινωνικών συμβολαίων, δηλαδή μίας ειρηνικής και ασφαλούς συνύπαρξης ανθρώπων, δίχως βία και χάος.

Στην ίδια συλλογιστική περί ελευθερίας υπόκειται και το ξεχωριστό υποείδος της, η ελευθερία της έκφρασης. Τι θέλω να πω με αυτό; Η ελευθερία της έκφρασης επιτρέπεται μέχρι εκεί που δεν βλάπτει ενεργά κάποιον – με αυτό εννοώ κάποιον άλλον από αυτόν που δημιουργεί αυτή την έκφραση, αφού υποστηρίζω σφόδρα το δικαίωμα σε κάποιον να ορίζει και να κυβερνά το σώμα του όπως ακριβώς το επιθυμεί (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι performance artists που συχνά ακρωτηριάζουν και παραμορφώνουν το σώμα τους ως ένα παράδειγμα «εξτρεμιστικής» και προκλητικής τέχνης).

Ωστόσο, το τι σημαίνει «βλάπτω τον άλλον» σηκώνει και αυτό συζήτηση. Η χιονοστιβάδα «πολιτικής ορθότητας» (political correctness) που έχει καταπλακώσει τον δημόσιο βίο τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια έχει νοθεύσει, επικινδύνως πολλές φορές, όρους που προηγουμένως φάνταζαν αρκετά ξεκάθαροι. Η έννοια της λέξης «βία», για παράδειγμα, έχει διογκωθεί επικίνδυνα, αρχής γενομένης φυσικά από την κοιτίδα της πολιτικής ορθότητας, τις ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια, έχουν σημειωθεί ακόμα και περιστάτικα τύπου: υπάλληλος σε γραφείο να δέχεται μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση από γυναίκα συνάδελφό του επειδή διηγήθηκε ένα σεξιστικό ανέκδοτο στο εργασιακό περιβάλλον. Είναι άλλο πράγμα να καταδικάζεις τη συμπεριφορά κάποιου ως κακόγουστη και προσβλητική, όπως είναι ένα σεξιστικό ανέκδοτο, και άλλον να τη δαιμονοποιείς και την πλασάρεις με περίβλημα «ψυχολογικής βίας». Η βία παραμένει, κατεξοχήν, μία έννοια που αναφέρεται στη φυσική υπόσταση και πρέπει να διαχωριστεί από τις λέξεις, οι οποίες δεν δύνανται να υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς με το σώμα. Ακόμα κι έτσι, όμως, μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί τον λόγο όπως επιθυμεί, να προσβάλλει ό,τι θέλει και όπως θέλει.

Με άλλα λόγια, είμαι υπέρ μίας αποσυναισθηματοποίησης των ανθρώπων ως προς την εννοούμενη «προσβολή» που προκύπτει μέσα από την έκφραση. Θεωρώ την ποινική διάσταση της «εξύβρισης» ορθώς χρησιμοποιούμενη μόνο σε πολύ λίγες, ακραίες περιπτώσεις. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ σωστή την ποινικοποίηση της προσβολής των αποκαλούμενων «εθνικών» και πάτριων συμβόλων – είναι τουλάχιστον άτοπο και άστοχο σε μία παγκοσμιοποιημένη εποχή όπως η σημερινή να αγκιστρωνόμαστε σε τέτοιες έννοιες-απολιθώματα. Δεν θεωρώ ότι κάποιος πρέπει να αποτραπεί από το να λέει σεξιστικά ή ρατσιστικά ανέκδοτα στους συναδέλφους του ή να παρελαύνει διαδηλώνοντας υπέρ του Ναζισμού ή να εκθέτει ένα έργο τέχνης που αντλεί από μία π.χ. παιδοφιλική αισθητική. Καμία από τις παραπάνω ενέργειες δεν μπορεί να βγάλει, ως διά μαγείας, χέρια ή όπλα και να επιτεθεί σε άλλους – όποιος δεχθεί αρνητικές ή θετικές επιρροές από τις παραπάνω ενέργειες, είναι και υπεύθυνος γι’ αυτό, όπως και όλοι είμαστε υπεύθυνοι του εαυτού μας, κατά την υπαρξιστική θεώρηση του Σαρτρ. Και εκτός των άλλων, το να μπει τροχοπέδη στην ελευθερία της έκφρασης (άλλο από τον σεβασμό στην φυσική ακεραιότητα και περιουσία του άλλου) θα μπορούσε να λειτουργήσει ως Κερκόπορτα για να ξεγλιστρήσουν ύπουλα και σταδιακά, ολοένα περισσότεροι περιορισμοί, ιδιαίτερα στον σημερινό κόσμο της τρομολαγνείας, του «φακελώματος» και του έμμεσου παγκόσμιου «συγκεντρωτισμού».

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Τα πολλά πλοκάμια της αποχής


Τι σηματοδοτεί η αποχή-ρεκόρ από τις φετινές δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές; Πολύ μελάνι έχει χυθεί εις άγραν απάντησης. Ομοίως, ουδόλως λίγος τηλεοπτικός χρόνος έχει δαπανηθεί – είτε στα παράθυρα των δελτίων ειδήσεων είτε στα μακρόστενα τραπέζια των αμερικανοτρόπων «τοκ σόου» - για το ζήτημα της πρωτοφανούς αποχής, της εννοιολογικής διάστασης του, καθώς και των αποτελεσμάτων που φέρει στην ελληνική κοινωνία.

Πρόκειται για ένα ερώτημα που επιδέχεται πολλαπλών απαντήσεων. Άλλωστε, θα ήταν υπεραπλούστευση και απλοϊκή θεώρηση του ζητήματος να υποστηρίξουμε πως η αποχή, ως φαινόμενο που έχει λάβει πλέον μαζικές διαστάσεις και στη χώρα μας (ακολουθώντας αντίστοιχες τάσεις άλλων κρατών της Δύσης) πρώτον, εκφράζει μόνο ένα μήνυμα και μία κατάσταση, και δεύτερον, η επίδραση που ασκεί είναι μονόπλευρη και μεμονωμένη. Αντ’ αυτού, ως προϊόν ενδεικτικό του πολύμορφου κοινωνικού και πολιτικού τοπίου και εκφραστής αυτού, η αποχή χαίρει τόσο πολλαπλών αιτίων όσο και αποτελεσμάτων, συμβάλλοντας βεβαίως στο κλίμα σύγχυσης (ιδεολογικής και άλλων ειδών) που επικρατεί στη χώρα μας.

Πρωτίστως, η αποχή σηματοδοτεί αυτό ακριβώς που διατείνονται όλα τα μέσα, το πλέον προφανές λαϊκό μήνυμα: δυσαρέσκεια. Δεν είναι τυχαίο πως η σταδιακή όξυνση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, όξυνση των πραγμάτων σε επίπεδο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, αποκρυσταλλώνεται μέσα από τη διογκούμενη δυσπιστία και δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού. Η διαφθορά, η δυσλειτουργία όλων των μεγάλων συστημάτων, η αύξηση της εγκληματικότητας, η μεγέθυνση της φτώχειας και της ανεργίας, σε συνδυασμό βεβαίως με τη διόγκωση όλων αυτών χάρη στον παρεμβατικό ρόλο των τρομολάγνων μέσων, έχουν συμβάλλει στην άνοδο της δυσαρέσκειας και έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργεια του κλίματος αποχής και αποστασιοποίησης από τα πολιτικά πράγματα. Η οικονομική κρίση που βιώνει πλέον η ελληνική κοινωνία συνέβαλε στην κλιμάκωση αυτής της δυσαρέσκειας, με φυσικό και διόλου αναπάντεχο επακόλουθό της τα εντυπωσιακά ποσοστά αποχής από τις εκλογές. Η δυσπιστία απέναντι στην αποτελεσματικότητα των πολιτικών θεσμών και απέναντι στην όποια ισχύ φαινόταν να κατέχει κάποτε η ψήφος έχουν επισφραγίσει για πολλούς την απόφαση «όχι, δεν θα ψηφίσω».

Δευτερευόντως, βέβαια, η αποχή αποτελεί και αποχρώσα ένδειξη του ολοένα μεγαλύτερου απολιτικού κλίματος που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Δεν είναι ακριβώς έκπληξη ότι μεγάλη μερίδα της νεολαίας συνδέει εσφαλμένα την κομματικοποίηση με την πολιτικοποίηση. Οι εικόνες και τα ερεθίσματα που δέχονται από την πολιτική σφαίρα και τους πολιτικοποιημένους συνομηλίκους δεν είναι οι πιο ελκυστικές και ευχάριστες. Σε ένα πνεύμα απλούστευσης και γενίκευσης – δυστυχώς σε ένα σημαντικό βαθμό δικαιολογημένης – οι περισσότεροι νέοι ρίχνουν τα πάντα, ομοειδή και μη, στο ίδιο τσουβάλι και συλλογικά αφορίζουν τους πολιτικούς θεσμούς ως κάτι απεχθές και κάτι που πάντως δεν αφορά τους ίδιους, τις ζωές τους, τις επιδιώξεις και τις ανησυχίες τους. Η πολιτική αντιμετωπίζεται ως οιονεί επιστημονική φαντασία, μία πραγματικότητα υπερρεαλιστική, απομακρυσμένη από την καθημερινότητα, μία φαντασιακή πραγματικότητα στην οποία δεν αξίζει να αφιερώσει χρόνο κανείς, αφού δεν πρόκειται να ωφεληθεί. Φυσικά αυτή η κοσμοθεωρία εντάσσεται μερικώς και στην προαναφερόμενη μαζική δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στα πολιτικά πράγματα, με την οποία γαλουχείται η νέα γενιά.

Φυσικά, μία μερίδα των όσων απείχαν ενδεχομένως να εκφράζουν και μία σταδιακή στροφή προς νέες ιδεολογίες. Δεν είναι τυχαία άλλωστε πως η αποχή αποτελεί βασική θέση σε ιδεολογίες όπως η αναρχία – σε καιρούς βαθιάς πολιτικής κρίσης όπως η τωρινή, ευνοείται η στροφή, περιορισμένη ή μη, προς άλλες ιδεολογίες, από τον φασισμό μέχρι την αναρχία.

Για την επίδραση που η αποχή-μαμούθ των φετινών εκλογών επιφυλάσσει για την κοινωνία μας είναι νωρίς ακόμα να αποφανθεί κανείς. Ωστόσο, είναι γεγονός πως η αποχή, ως συνειδητή απόφαση και ακόμα καλύτερα επενδυμένη με το προκάλυμμα της «πολιτικής πρότασης», έχει αποενοχοποιηθεί για τα καλά πλέον. Ολοένα περισσότερο ακούει κανείς σε πηγαδάκια νεαρών και όχι τόσο νεαρών, να εξυμνούνται τα καλά της αποχής και η δύναμη που αυτή χαρίζει στον λαό. Η όποια ντροπή και απροθυμία που χαρακτήριζαν κάποτε τον Έλληνα που είχε προβεί ή σκόπευε να προβεί στη μη-ψήφο έχουν ξεπεραστεί και αποκαθηλωθεί από τον θρόνο τους. Η αποχή παγιώνει την ισχύ της και μεταμορφώνεται στο νέο λάβαρο γύρω από το οποίο συσπειρώνεται μία επιφανειακά δυσαρεστημένη και συνειδητοποιημένη νεολαία, η οποία ωστόσο στην πραγματικότητα φλερτάρει επικίνδυνα με τον (α)πολιτικό αυτισμό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως πλήθος νέων που μίλησαν για λογαριασμό της τηλεοπτικής κάμερας αγνοούσαν ακόμα και τα ονόματα των υποψηφίων για τις περιοχές στις οποίες ψήφιζαν.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Πώς η κρίση ξεσκέπασε το απατηλό όνειρο του δημοσιοϋπαλληλισμού


Η τρέχουσα οικονομική κρίση της Ελλάδας κατέδειξε ένα πρόβλημα, πανθομολογούμενο και συνάμα, τροπόν τινά, «ανοιχτό» μυστικό μεταξύ όλων μας: τον καταστροφικό ρόλο που έχει επιτελέσει ο δημόσιος τομέας στη χώρα μας, τόσο σε επίπεδο υλικό/ οικονομικό, όσο και σε επίπεδο άυλο, πνευματικό, σε επίπεδο ιδεών και αξιών.

Η αναγωγή του «δημοσιοϋπαλληλισμού» σε ιδεολόγημα με άφθονους οπαδούς στην Ελλάδα δεν είναι βεβαίως καινούρια υπόθεση. Από την εποχή ακόμα της σύστασης του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τα ρουσφέτια, οι πελατειακές σχέσεις και η ευνοιοκρατία όχι μόνο γίνονταν αποδεκτά ως θεμιτή λύση αλλά και εγκωμιάζονταν συχνά ως η προσδοκώμενη (εφόσον εφικτή) και πλέον αποτελεσματική πορεία προς τη σώρευση πόρων και αξιωμάτων και την εν γένει βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Όλα στο πλαίσιο μίας μικρόψυχης κρυψίνοιας, βεβαίως, ενός χρόνιου στρουθοκαμηλισμού, πάνω στον οποίο διατρανώθηκε και παγιώθηκε το οξύμωρο του «ελληνικού ονείρου»: εξυπηρέτηση ατομικιστικών συμφερόντων μέσω της πλατφόρμας του Δημοσίου.

Βέβαια, τα τελευταία χρόνια θα έλεγε κανείς πως το δημοσιοϋπαλληλίκι έχει αναχθεί πλέον στο ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο στόχο που δύναται και οφείλει να ονειρεύεται πως θα κατακτήσει ο μεσοαστός και μικροαστός. Εξαιρουμένων των ανώτερων οικονομικά στρωμάτων, σύσσωμη η υπόλοιπη Ελλάδα ευθυγραμμιζόταν προς το ένα και μόνο όνειρο, την απόκτηση μίας δημοσιοϋπαλληλικής θέσης, όποια κι αν είναι αυτή, όσο ολιγόμισθη ή αδιάφορη κι αν είναι. Η εξασφάλιση του σταθερού και σίγουρου μισθού του Δημοσίου εκθρόνισε και καταβαράθρωσε κάθε άλλο όνειρο, κάθε άλλη αξίωση, σε μία κοινωνία στην οποία ο ιδιωτικός τομέας από τη μια έχει προ πολλού κορεστεί – ένεκα της μικροσκοπικής αγοράς μας και των ανέκαθεν λιμνάζοντων υδάτων της – και η πρωτογενής παραγωγή από την άλλη φαίνεται να βρίσκεται σε μία χρόνια εμβρυϊκή κατάσταση, χωρίς την προοπτική ενός σωτήριου τοκετού στο ορατό μέλλον.

Το πώς έφτασε ο κάθε νέος στην Ελλάδα να ονειρεύεται να μπει στο Δημόσιο και να εγκλωβιστεί σε μία εργασία ενδεχομένως ενίοτε ανιαρή, αντιπαραγωγική και αδιάφορη, αντί να επιδοθεί στους πιο συνήθεις για τους νέους «τρελούς» οραματισμούς για μεγαλειώδη κατορθώματα και επιτεύγματα, δεν χρειάζεται λοιπόν αϊνσταϊνική ποιότητα σκέψης. Και πέραν των οικονομικών σκοπέλων που ανέκαθεν εμπόδιζαν την ανάπτυξη ενός υγιούς οικονομικού τομέα και δη της πρωτογενούς παραγωγής στη χώρα μας – αφού τα χρήματα ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν προς μία αυθεντικά παραγωγική κατεύθυνση – το δάχτυλο της κατηγορίας πρέπει να το απευθύνουμε στους ίδιους τους ανθρώπους, τις παλαιότερες γενιές.

Οφείλει να αναλογιστεί κανείς, άλλωστε, πως η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνόπουλων μεγάλωσαν σε ένα καθεστώς ωραιοποίησης και άκρατης εξιδανίκευσης του δημοσιοϋπαλληλισμού και των διά βίου οφελών του. Η γονεϊκή προπαγάνδα επιτέλεσε με αποτελεσματικότητα τον ρόλο της, οδηγώντας πολλούς νέους, είτε απρόθυμους είτε εθελοτυφλούντες είτε υπερπρόθυμους λόγω της επιτυχούς πλύσης εγκεφάλου, στον δημόσιο τομέα, χαραμίζοντας έτσι, θεωρητικά, πολλά σπουδαία ταλέντα, μυαλά, επιστήμονες, καλλιτέχνες και τεχνίτες, όλοι τους «άξιες» θυσίες στον βωμό της εμμονοληπτικής με το δημοσιοϋπαλληλισμό χώρα μας. Και χαρίζοντας στην Ελλάδα τον κοροϊδευτικό τίτλο της χώρας με τους περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση – άνω του ενός εκατομμυρίου σύμφωνα με τα νέα στοιχεία. Ο βαρυφορτωμένος, δυσκίνητος, τερατώδης και δυσλειτουργικός δημόσιος τομέας της χώρας μας βαριανασαίνει και οι παλιές μέρες βασιλείας του δημοσιοϋπαλληλικού ονείρου πνέουν (ή φαίνονται να πνέουν τουλάχιστον) τα λοίσθια.

Η κρίση φαίνεται να συμβάλλει σε αυτό, αφαιρώντας την αύρα «αίγλης» που έδιεπε μέχρι τώρα το Δημόσιο. Ώρα να αποκαθηλώσουμε τις μέχρι τώρα σχετικές ψευδαισθήσεις και φρεναπάτες μας. Ώρα να ξεμπροστιάσουμε και να απομυθοποιήσουμε τον μύθο της «δημοσιοϋπαλληλικής ευμάρειας», του οποία κεντρικά συστατικά ήταν πάντοτε η έλλειψη φαντασίας και τόλμης, η έλλειψη δημιουργικότητας, η μικροπρέπεια, η μιζέρια, η γοητεία της μπουρζουαζίας, της βολεμένης, ασφαλούς μικροαστικής ευτυχίας σε όλο το γνωστό σετ (τηλεόραση, αυτοκίνητο και καινούριο σαλόνι). Ώρα να γκρεμίσουμε εκ βάθρων τα ψεύτικα, ισχύοντα μέχρι τώρα, σπουδαιοφανή είδωλα και να τα αντικαταστήσουμε με καινούρια όνειρα. Ποια θα είναι αυτά; Δεν ξέρω ακόμα αλλά σίγουρα δεν θα προλογίζονται ούτε θα έχουν ως επωδό ή επιμύθιο τη φράση «μπες παιδάκι μου στο Δημόσιο».